- χωριστοσέπαλος
- και χωρισέπαλος, -η, -ο, Νβοτ. (για κάλυκα άνθους) αυτός τού οποίου τα σέπαλα είναι χωρισμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χωριστός + σέπαλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάλυκας — Το εξωτερικό περίβλημα του άνθους, συνήθως πράσινο, που σχηματίζεται από φυλλάρια, τα σέπαλα, είτε ελεύθερα μεταξύ τους (κάλυκας χωριστοσέπαλος ή αποσέπαλος) είτε ενωμένα (κάλυκας συσσέπαλος ή μονοσέπαλος), ώστε να σχηματίζουν ένα όργανο κοίλο,… … Dictionary of Greek
σέπαλο — Ένα από τα μόρια που αποτελούν τον εξωτερικό κύκλο ή σπονδύλωμα ή σπείρα του άνθους, που λέγεται κάλυκας. Συνήθως πράσινα και συνήθως μικρότερα από τα έγχρωμα φυλλάρια (τα πέταλα) που συνθέτουν τη στεφάνη, τα σ. έχουν τη μορφή φυλλαρίων… … Dictionary of Greek
χωρισέπαλος — η, ο, Ν βοτ. βλ. χωριστοσέπαλος … Dictionary of Greek